- ταξίμετρο
- Συσκευή που χρησιμοποιείται στα ταξί και δείχνει το ύψος του κομίστρου που πρέπει να πληρώσει ο επιβάτης. Πρόκειται για μηχανικό μετρητή με κύλινδρο, που παίρνει κίνηση από εύκαμπτο άξονα, ο οποίος με έναν υποπολλαπλασιαστή με οδοντωτούς τροχούς, συνδέεται με τον κινούμενο άξονα του κιβωτίου ταχυτήτων.
* * *το, Ντεχνολ. τύπος χιλιομετρικού μετρητή ο οποίος καταγράφει τα διανυθέντα χιλιόμετρα και το αντίτιμο τής διαδρομής ενός ταξί.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. taximetre (< τάξις + μέτρο), βλ. και λ. ταξί].
Dictionary of Greek. 2013.